δώσ’ μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Ανάμεσά μας ρίχναν οι άνθρωποι το μεγάλον ίσκιο τους.
Τί θ’ απογίνουμε, αγαπημένη;
μια φέτα ψωμί που δε θα τη μοιραζόμαστε πώς να την αγγίξω;
ΙΙ
ένοιωσες ξαφνικά ένα χέρι να ψαχουλεύει το σκοτάδι
και να σφίγγει το δικό σου χέρι.Κι ήταν σα νά ‘χε γεννηθεί η πρώτη ελπίδα πάνω στη γη.
Σ’ εύρισκα, αγαπημένη, στο χαμόγελο όλων των αυριανών
ανθρώπων.
Μήν χάσετε:
ΙΙΙ
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου
αγαπημένη μου.
Μα και τί να πει κανείς
όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός και τα μάτια σου
τόσο μεγάλα.
Ύστερα ερχόταν η βροχή. Μα έγραφα σ’ όλα τα χνωτισμένα
τζάμια τ’ όνομά σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στην κάμαρά μας. Κράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Τα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα, στο στόμα σου
ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη.
Όλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο, αγάπη μου
τότε
που μου χαμογελούσες.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
Τάσος Λειβαδίτης