Θυμάμαι πως όταν μπήκα στο αυτοκίνητο ένιωθα το κεφάλι μου έτοιμο να εκραγεί.

Είχα κατέβει τα σκαλιά δυο δυο κι από τον εκνευρισμό μου δεν πήρα ούτε την τσάντα μαζί μου. Μονάχα άρπαξα το κλειδί του αμαξιού μου και έφυγα βροντώντας πίσω μου την πόρτα.

Advertisement

Το μόνο που ήθελα ήταν να φύγω.
Έβαλα μπροστά τη μηχανή και πάτησα γκάζι χωρίς να αποφασίσω τον προορισμό. Καθώς απομακρυνόμουν έριξα μια ματιά από τον καθρέπτη πίσω στο σπίτι μας.
Το δικό του αμάξι ήταν ακόμη εκεί.

Κι εκείνος είχε μείνει προφανώς στην ίδια θέση. Σαν να τον έβλεπα -σίγουρα καθόταν στο ίδιο ακριβώς σημείο του καναπέ με το τηλεκοντρόλ στο χέρι.

Άλλωστε εδώ και καιρό είχε συνηθίσει να παραμένει σε οτιδήποτε οικείο. Βολεμένος στη σταθερότητα της ζωής μας κι αδιάφορος αν εγώ τη σιχαινόμουν. Με κούρασαν τα βαριεστημένα βλέμματα, οι ίδιες δικαιολογίες, οι υποσχέσεις που έμειναν μετέωρες.

Οδηγούσα κι ένιωθα τα δάκρυα να κυλούν αργά στο πρόσωπό μου. Ήταν στιγμές που τα μάτια μου θόλωναν και με την ανάστροφη του χεριού μου τα σκούπιζα άγαρμπα.
Κοιτούσα τους περαστικούς κι όλοι μου φαίνονταν ευτυχισμένοι. Στα φανάρια έριχνα κλεφτές ματιές στους οδηγούς των διπλανών οχημάτων. Άλλοι κάπνιζαν αμέριμνοι, άλλοι έβριζαν, άλλοι μιλούσαν στο κινητό. Εγώ το μόνο που έκανα ήταν να κλαίω.

Στο επόμενο φανάρι άκουσα έναν χτύπο στο τζάμι. Τρόμαξα τόσο που αναπήδησα.
Ήταν μια ηλικιωμένη κυρία που έμενε δυο-τρία σπίτια παρακάτω από το δικό μας.
Ζήτημα να ανταλλάξαμε πέντε φορές καλημέρα. Στα χέρια της κρατούσε σακούλες με ψώνια.

Μήν χάσετε:

Μπορείς να με πάρεις μαζί σου; Σπίτι δεν πας;
Δίστασα μα δεν μπόρεσα να της αρνηθώ.

Περάστε.
Μπήκε μέσα βαριανασαίνοντας.

Γέρασα πια, κορίτσι μου, δεν με βαστούν τα πόδια μου. Να ‘σαι καλά που βρέθηκες στον δρόμο μου.

Στις ερωτήσεις της απαντούσα μονολεκτικά. Σίγουρα κατάλαβε πως έκλαιγα πιο πριν μα ευτυχώς δεν το σχολίασε.

Τις προάλλες πέτυχα τον άνδρα σου, με πήρε ως το σπίτι. Καλό παλικάρι. Αγαπημένοι να είστε πάντα… Τι νομίζεις ότι μένει τελικά; Αυτός, που όταν όλοι φεύγουν, μένει δίπλα σου.
Αυτός που είναι οικογένειά σου.

Επανέλαβα μια φράση της από μέσα μου. Αυτός, που όταν όλοι φεύγουν, μένει δίπλα σου.
Εγώ όμως είχα φύγει, είχα εγκαταλείψει. Έμεινα για λίγο ανέκφραστη και η γειτόνισσα με κοίταξε με συμπάθεια. Για πρώτη φορά με βασάνισε ένα ερώτημα: γιατί άφησα την κατάσταση να έρθει σε αυτό το σημείο;
Φτάσαμε μπροστά στο σπίτι της.

Να σας βοηθήσω με τα ψώνια…
Αρνήθηκε.

Όχι, κορίτσι μου, αρκετά έκανες. Άλλωστε κάπου έχεις να πας κι εγώ σε καθυστέρησα. Θα σε περιμένουν.

Ευχήθηκα να ήταν όντως έτσι. Να υπήρχε κάτι που με περίμενε. Κάτι που έπρεπε να προλάβω πριν γκρεμιστεί εντελώς.
Μόνο στο σπίτι μου έχω να πάω… είπα και έτρεξα προς την είσοδο της πολυκατοικίας μας.

anapnoes.gr

Μην Χάσετε! Ακολουθήστε μας!